14 Δεκεμβρίου 2006

Ακίνητος χρόνος

Συμβαίνουν γεγονότα που δημιουργούν καταστάσεις οι οποίες σε βγάζουν από το ρυθμό σου, σε αποσυντονίζουν, θέλεις να μείνεις ακίνητος και να σκέφτεσαι μόνο αυτές, να τις αφομοιώσεις, να περάσουν στο αίμα σου, να γίνουν μέρος του Είναι σου να τελειώνεις, να γίνουν παρελθόν και να γίνεις κομμάτι του παρελθόντος σου. Υπάρχουν άνθρωποι που το ρίχνουν στη δουλειά, στις βόλτες, στη γυμναστική ή σε οτιδήποτε άλλο προκειμένου να μην σκέφτονται. Γίνονται υπερκινητικοί, αναλαμβάνουν νέες υποχρεώσεις, βάφουν το σπίτι τους, ανακαινίζουν τον εαυτό τους· προσπαθούν να προσπεράσουν αυτά τα συγκλονιστικά γεγονότα. Τα θάβουν κάτω από το νέο χρώμα του τοίχου, κάτω από ένα σωρό σημειώσεις υποχρεώσεων. Έρχεται όμως και η ώρα που περιμένουν τον καφέ να γίνει, το λεωφορείο στη στάση, το φανάρι να ανάψει, λίγο πριν κοιμηθούν. Η ώρα που θα σταθούν κι αυτοί για λίγο ακίνητοι, όπως εγώ. Η ώρα που δεν ξέρουν τι ώρα είναι ούτε πόση ώρα πέρασε. Δεν θέλω να μιλήσω για το πόσο αδρανοποιείται ο καθένας μας, γι’ αυτό το λίγο ή πολύ, γι’ αυτή τη διαστολή του χρόνου. Δε θέλω να μιλήσω για τίποτα βασικά. Θέλω μόνο να γεννηθούν μερικές φράσεις, ένα ποστ, μια κίνηση μηδενικών και άσσων στον παγκόσμιο ιστό για να (μου) αποδείξω ότι ούτε αυτός ο χρόνος είναι ακίνητος.

03 Δεκεμβρίου 2006

Ο μύθος του 1900

“Στα μάτια των ανθρώπων φαίνεται αυτό που θα δουν, όχι αυτό που έχουν δει. Αυτό που θα δουν.”


Λίβερπουλ - Νέα Υόρκη – Λίβερπουλ - Ρίο Ντε Τζανέιρο – Βοστόνη - Λισαβόνα - Σαντιάγο της Χιλής - Ρίο ντε Τζανέιρο - Αντίλλες - Νέα Υόρκη - Λίβερπουλ... Ένα ατμόπλοιο που ταλαντώνεται ανάμεσα στην Ευρώπη και την Αμερική. Φορτωμένο χιλιάδες μετανάστες, το Virginian τη δεκαετία του ‘30, μεταφέρει κάθε λογής ανθρώπους, όνειρα και ιστορίες. Πάνω σ΄ αυτό το πλοίο γεννήθηκε και πέθανε ο μεγαλύτερος πιανίστας του κόσμου. Ο Ντάννυ Μπούντμαν Τι Ντι Λέμον Χιλιαεννιακόσια. Ο καλύτερος πιανίστας που υπήρξε ποτέ. Αυτό που έπαιζε δεν υπήρχε πριν το παίξει εκείνος. Δεν είχε γραφτεί πουθενά, δεν το είχε ακούσει άνθρωπος μέχρι τώρα. Έπαιζε τη μουσική του Ωκεανού.

Μια ιστορία του Alessandro Baricco σε μορφή ποιητικού μονολόγου που τη διηγείται ο τρομπετίστας φίλος τού Χιλιαεννιακόσια. Μια ιστορία που εκτυλίσσεται καταμεσής του Ωκεανού με μουσική υπόκρουση τη jazz.

Τον Baricco τον ανακάλυψα πριν μερικά χρόνια τυχαία, όπως συμβαίνει με όλες τις σπουδαίες ανακαλύψεις. Αφού διάβασα το «Όνειρα από γυαλί», το ένα βιβλίο διαδεχόταν το άλλο με μανία. Ήθελα να τον εξαντλήσω. Αυτό μου είχε συμβεί μόνο με τον Ντοστογιέφσκι. Δεν έχει νόημα να εξηγήσω γιατί δεν τίθεται θέμα σύγκρισης ή επιλογής. Το θέμα είναι ότι Baricco έχει καταλάβει θέση δίπλα στους πιο αγαπημένους μου συγγραφείς και για συγγραφείς, μουσικούς ή οποιονδήποτε άλλο δημιουργό που λέω ότι είναι αγαπημένος μου, εννοώ ότι είμαι λίγο μη μου άπτου με τα έργα του.

Πρόσφατα έμαθα ότι η ιστορία του 1900 έκανε ελληνική πρεμιέρα στο θέατρο. Ενθουσιάστηκα με το νέο. Παρακολούθησα την παράσταση στο φουαγιέ του θεάτρου «Αγγέλων Βήμα» με αγωνία μπορώ να πω, αφού επρόκειτο για θέμα στο οποίο είμαι υπερευαίσθητη. Αγωνιούσα για το πώς θα περιγράψει την τάδε σκηνή ο ηθοποιός Διονύσης Μπουλάς (υποκρίνεται τον τρομπετίστα φίλο τού 1900), αν θα παραληφθεί κάτι από το βιβλίο, για την επιλογή της μουσικής υπόκρουσης από τον Νίκο Κολλάρο, η οποία ακούγεται ζωντανά από jazz μπάντα, για τον κόσμο που πιθανόν να τον κούραζε ο μονόλογος. Έφυγα ευχαριστημένη. Πέρασα δύο υπέροχες ώρες σε ένα πολύ ωραίο σαλόνι, πίνοντας κόκκινο κρασί, ακούγοντας jazz από εξαιρετικούς μουσικούς και κάποιον να μου αφηγείται ιστορία του Baricco. Ο ηθοποιός, αφού αποστήθισε ένα ολόκληρο βιβλίο, κατάφερε να το διηγηθεί με χιούμορ και ευαισθησία παρασύροντας με σε γέλια ή συγκίνηση. Η μουσική που επέλεξε ο Νίκος Κολλάρος ήταν ιδανική για να μας μεταφέρει στο κλίμα της εποχής του jazz, του ragtime και των blues, πλαισιώνοντας διακριτικά την αφήγηση.

Φυσικά και θα είχα παρατηρήσεις και ενστάσεις για το έργο. Δεν έχω γνώσεις γύρω από το θέατρο αλλά, κατά κάποιο τρόπο, δικαιούμαι να έχω άποψη. Η βασική μου διαφωνία στρέφεται γύρω από μία συγκεκριμένη σκηνή. Στη μουσική μονομαχία μεταξύ του 1900 και του Τζέλλυ Ρολλ Μόρτον, ενός άλλου ξακουστού πιανίστα της εποχής. Παίζουν εναλλάξ κάτι στο πιάνο και στο τέλος αναδεικνύεται ένας νικητής. Η ύπαρξη της ζωντανής μπάντας σε προϊδεάζει ότι θα ακούσεις από τον πιανίστα κάτι που θα σε εκπλήξει με τη δεξιοτεχνία του. Κάτι σύντομο και φοβερό. Αντιθέτως, η μουσική και σε αυτή τη σκηνή, όπως και στο υπόλοιπο έργο, κινείται παράλληλα με τον αφηγητή. Θα προτιμούσα να διασταυρώνονται οι ρόλοι. Ο πιανίστας να παρεμβάλλεται στα λόγια του ηθοποιού και να κλέβει την παράσταση για μερικά δευτερόλεπτα. Αφού δε συνέβη αυτό, καλύτερα να σώπαινε τελείως το πιάνο αφήνοντας στα λόγια την περιγραφή της μουσικής με την οποία πάλευαν οι δύο βιρτουόζοι. Το αποτέλεσμα ήταν να χαθούν και τα λόγια ανάμεσα στα βλέμματα μία στον ηθοποιό μία στον πιανίστα. Να χάσω και τη μουσική που θα μπορούσα να φανταστώ. Ένιωσα προσγειωμένη, σα να με επανέφεραν λέγοντας μου «παραμύθι είναι». Κι όμως, μπορείς να ανάψεις τσιγάρο αν το πλησιάσεις στις χορδές του πιάνου που μόλις έπαιξε ο Ντάννυ Μπούντμαν Τι Ντι Λέμον Χιλιαεννιακόσια.

Ίσως οι κανόνες του θεάτρου να υπαγορεύουν την ύπαρξη ισορροπίας μεταξύ των ρόλων στη διάρκεια του έργου. Σε ιστορίες όμως σαν κι αυτή, νομίζω ότι, πηγαίνει περισσότερο η παράβαση.

Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ.
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα και έχει γυριστεί ταινία από τον
Giuseppe Tornatore.