Περιοδική μετάνοια
Ο Ηλίας έκλεβε τους αναπτήρες των φίλων του μανιακά. Δεν ήταν να αφήσει κάποιος τον αναπτήρα του στο τραπέζι κι ακαριαία γινόταν η εμμονή του Ηλία. Αν δεν τον είχε στην τσέπη του φεύγοντας αρρώσταινε. Οι αναπτήρες στα περίπτερα και τα ψιλικατζίδικα δεν τον συγκινούσαν ούτε στο ελάχιστο. Και αυτούς που έκλεβε ακόμα, μετά τους έχανε συνήθως. Μερικές φορές, μάλιστα, τους είχε πετάξει στα σκουπίδια επίτηδες.
Όλοι ήξεραν τη συνήθεια του Ηλία. Όσοι πήγαιναν για καφέ μαζί του είχαν τον αναπτήρα τους στο χέρι σε όλη τη διάρκεια της συνεύρεσης. Κάποια στιγμή όμως ξεχνιόντουσαν. Γι’ αυτή τη στιγμή ζούσε ο Ηλίας. Αυτή η στιγμή ήταν αρκετή για να βρεθεί ο αναπτήρας κάπου επάνω του. Είχαν εκνευριστεί με τη συνήθειά του. Ακόμα κι αν δεν είχαν αναπτήρα μαζί τους όταν συναντιόντουσαν, αναγκάζονταν να αγοράσουν κι ας ήξεραν ότι μετά τον καφέ θα τον έχουν χάσει. Ήταν ικανός να δανείζεται αναπτήρα από τα διπλανά τραπέζια και να ξαφρίσει ολόκληρο το μαγαζί. Προτιμούσαν να χάσουν μισό ευρώ παρά να γίνουν ρεζίλι.
Του είχαν παραπονεθεί, τον είχαν περιγελάσει, τον είχαν βρίσει, είχαν φτάσει στο σημείο να τσακωθούν μαζί του. Δεν ήταν το μισό ευρώ το πρόβλημά τους. Πολλές φορές αγόραζαν αναπτήρα και του τον χάριζαν. Δεν τον έπαιρνε ποτέ. Δεν τον ήθελε. Ήθελε να τους τον πάρει κάτω από τη μύτη τους. Ήταν η γαμημένη η συνήθεια του Ηλία που τους χάλαγε τη διάθεση πλέον.
Ήρθε η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Ο Ηλίας έκλεψε τον αναπτήρα-σκυλάκι της Αγγελικής που της είχε αγοράσει στο πρώτο τους ραντεβού ο Τάσος από έναν τυφλό. Η Αγγελική έγινε έξαλλη. Όχι τίποτα άλλο έκανε και τον ανήξερο. Ορκιζόταν ότι δεν τον είχε πάρει αυτός. Της είπε ότι τον προσβάλλει κιόλας, «τι να τον κάνω εγώ τον αναπτήρα - πεκινουά;» Η συνηθισμένη σκηνή αυτή τη φορά κράτησε πολύ ώρα, τα νεύρα τεντώθηκαν και η χαλαρή διάθεση του απογευματινού καφέ είχε κάνει φτερά. Η Αγγελική έφυγε και του υποσχέθηκε ότι δε θα του ξαναμιλήσει. Όλοι νευρίασαν μαζί του. Αυτή τη φορά το είχε παρακάνει. Ο Ηλίας έμεινε μόνος στο τραπέζι της καφετέριας.
Τρεις μέρες μετά κι αφού κανείς απ'την παρέα δεν ευκαιρούσε να πάει για καφέ, έβαλε σ’ έναν φάκελο τον αναπτήρα-σκυλάκι και τον έριξε στο ταχυδρομικό κουτί της Αγγελικής γράφοντας απέξω «συγγνώμη» στη θέση του αποστολέα. Οι σχέσεις αποκαταστάθηκαν. Δεν ξαναμίλησαν ποτέ γι' αυτό.
Τρεις εβδομάδες αργότερα η Αγγελική ξαναέχασε τον αναπτήρα-σκυλάκι.
Η μετάνοια είναι μια παρθενικότητα που η ψυχή μας χρωστά στο Θεό.
Ο άνθρωπος λοιπόν που μετανοεί δύο φορές είναι φρικτός συκοφάντης.
Φοβάμαι πως στις μετάνοιές σου βλέπεις μόνο αφέσεις αμαρτιών!"