23 Απριλίου 2007

Συμπεράσματα

1.
Άλλο η εκτίμηση και άλλο η αγάπη.
Καμιά φορά το ένα φέρνει το άλλο, αλλά ποτέ το άλλο δεν φέρνει το ένα.

2.
Το μετάλλιο της εκτίμησης δεν είναι εφ’ όρου ζωής. Χρειάζεται να προσπαθείς συνεχώς για να το κρατήσεις. Το μετάλλιο αυτό, όμως, έχει σοβαρές πιθανότητες να πάρει αξία στο μέλλον.

Το μετάλλιο της αγάπης ίσως να είναι για πάντα. Δεν απαιτείται τόσο μεγάλη προσπάθεια για να μην το χάσεις. Ωστόσο, υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες να χάσει μέρος της αξίας του κάποτε.

3.
Αυτός που έχει κρεμασμένα και τα δύο μετάλλια στο λαιμό του μπορεί μέχρι και να δώσει νόημα στη ζωή σου.
Αν πρέπει να διαλέξω, προτιμώ να παλέψω για την εκτίμησή σου. Και να κάνεις κι εσύ το ίδιο.

27 Μαρτίου 2007

Περιοδική μετάνοια

Ο Ηλίας έκλεβε τους αναπτήρες των φίλων του μανιακά. Δεν ήταν να αφήσει κάποιος τον αναπτήρα του στο τραπέζι κι ακαριαία γινόταν η εμμονή του Ηλία. Αν δεν τον είχε στην τσέπη του φεύγοντας αρρώσταινε. Οι αναπτήρες στα περίπτερα και τα ψιλικατζίδικα δεν τον συγκινούσαν ούτε στο ελάχιστο. Και αυτούς που έκλεβε ακόμα, μετά τους έχανε συνήθως. Μερικές φορές, μάλιστα, τους είχε πετάξει στα σκουπίδια επίτηδες.

Όλοι ήξεραν τη συνήθεια του Ηλία. Όσοι πήγαιναν για καφέ μαζί του είχαν τον αναπτήρα τους στο χέρι σε όλη τη διάρκεια της συνεύρεσης. Κάποια στιγμή όμως ξεχνιόντουσαν. Γι’ αυτή τη στιγμή ζούσε ο Ηλίας. Αυτή η στιγμή ήταν αρκετή για να βρεθεί ο αναπτήρας κάπου επάνω του. Είχαν εκνευριστεί με τη συνήθειά του. Ακόμα κι αν δεν είχαν αναπτήρα μαζί τους όταν συναντιόντουσαν, αναγκάζονταν να αγοράσουν κι ας ήξεραν ότι μετά τον καφέ θα τον έχουν χάσει. Ήταν ικανός να δανείζεται αναπτήρα από τα διπλανά τραπέζια και να ξαφρίσει ολόκληρο το μαγαζί. Προτιμούσαν να χάσουν μισό ευρώ παρά να γίνουν ρεζίλι.

Του είχαν παραπονεθεί, τον είχαν περιγελάσει, τον είχαν βρίσει, είχαν φτάσει στο σημείο να τσακωθούν μαζί του. Δεν ήταν το μισό ευρώ το πρόβλημά τους. Πολλές φορές αγόραζαν αναπτήρα και του τον χάριζαν. Δεν τον έπαιρνε ποτέ. Δεν τον ήθελε. Ήθελε να τους τον πάρει κάτω από τη μύτη τους. Ήταν η γαμημένη η συνήθεια του Ηλία που τους χάλαγε τη διάθεση πλέον.

Ήρθε η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Ο Ηλίας έκλεψε τον αναπτήρα-σκυλάκι της Αγγελικής που της είχε αγοράσει στο πρώτο τους ραντεβού ο Τάσος από έναν τυφλό. Η Αγγελική έγινε έξαλλη. Όχι τίποτα άλλο έκανε και τον ανήξερο. Ορκιζόταν ότι δεν τον είχε πάρει αυτός. Της είπε ότι τον προσβάλλει κιόλας, «τι να τον κάνω εγώ τον αναπτήρα - πεκινουά;» Η συνηθισμένη σκηνή αυτή τη φορά κράτησε πολύ ώρα, τα νεύρα τεντώθηκαν και η χαλαρή διάθεση του απογευματινού καφέ είχε κάνει φτερά. Η Αγγελική έφυγε και του υποσχέθηκε ότι δε θα του ξαναμιλήσει. Όλοι νευρίασαν μαζί του. Αυτή τη φορά το είχε παρακάνει. Ο Ηλίας έμεινε μόνος στο τραπέζι της καφετέριας.

Τρεις μέρες μετά κι αφού κανείς απ'την παρέα δεν ευκαιρούσε να πάει για καφέ, έβαλε σ’ έναν φάκελο τον αναπτήρα-σκυλάκι και τον έριξε στο ταχυδρομικό κουτί της Αγγελικής γράφοντας απέξω «συγγνώμη» στη θέση του αποστολέα. Οι σχέσεις αποκαταστάθηκαν. Δεν ξαναμίλησαν ποτέ γι' αυτό.

Τρεις εβδομάδες αργότερα η Αγγελική ξαναέχασε τον αναπτήρα-σκυλάκι.



"Θεωρώ την περιοδική μετάνοια μεγάλη υποκρισία γιατί τότε η μετάνοια δεν είναι παρά πριμ που δίνεται στις κακές πράξεις.
Η μετάνοια είναι μια παρθενικότητα που η ψυχή μας χρωστά στο Θεό.
Ο άνθρωπος λοιπόν που μετανοεί δύο φορές είναι φρικτός συκοφάντης.
Φοβάμαι πως στις μετάνοιές σου βλέπεις μόνο αφέσεις αμαρτιών!"
[“Χαμένες ψευδαισθήσεις”, Ονορέ ντε Μπαλζάκ]

03 Μαρτίου 2007

Διαγωνισμός



Αποφασίζουν κάποιοι στιγμή όλοι να παίξουν μαζί σου. Ίσως γιατί δεν έχουν πού να διοχετεύσουν την περισσή τους ενέργεια, ίσως για να αποκτήσει διαφορετική χροιά η καθημερινότητα, έτσι για πλάκα, γιατί δεν έχουν άλλο παιχνίδι αυτή τη στιγμή, γιατί έτσι τους αρέσει. Κι εκεί που κάθεσαι στο σπίτι σου και προστατεύεις τη γαλήνη σου ως το πολυτιμότερο αγαθό στη γη, καταφθάνουν με ταχύτητα φωτός πύρινες μπάλες από παντού. Από τους φίλους, τους συγγενείς, τον εργοδότη, τον γείτονα, ανθρώπους που έχεις να συναναστραφείς μαζί τους χρόνια και σε θυμήθηκαν ξαφνικά τώρα! Ένα περίεργο πράγμα· όλοι μαζί. Προσπαθείς να αντιμετωπίσεις ένα-ένα τα μέτωπα -εν τω μεταξύ η καθημερινότητα τρέχει, δεν έχει σταματήσει- και ταυτόχρονα αναρωτιέσαι: πως τα κατάφεραν και συγχρονίστηκαν τόσο καλά; Άλλοι το λένε "νόμο του Μέρφυ", άλλοι "ανάδρομο Ερμή", άλλοι "ζωή" απλώς. Όπως και να το λένε, επειδή έχω κουραστεί και ορισμένα πράγματα πρέπει να τα παίρνει κανείς απόφαση, λέω να ζωγραφίσω ένα μακάριο χαμόγελο στο πρόσωπό μου, να κάτσω σε μια βολική θέση και να περιμένω να δω τί άλλο θα σκαρφιστούν. Προς το παρόν πάντως τους βγάζω το καπέλο: είναι αρκετά ευφάνταστα όλα όσα μου συμβαίνουν.

Αυτός με την πιο έξυπνη ιδέα θα βραβευθεί με το μεγαλύτερο Χ.


ΥΓ1: Όποιος ασχολείται με τα πίτουρα τον τρών κι οι κότες.
ΥΓ2: Επειδή ειλικρινέστερα δε θα μπορούσα να τα πω, δείτε κι εδώ.

18 Φεβρουαρίου 2007

5



Όταν σε τραβάει ο Thrass στο χορό δεν μπορείς παρά να σηκωθείς και να κάνεις έστω 5 βήματα:

1. Όταν ήμουν τριών-τεσσάρων χρονών οι συγγενείς προσπαθούσαν να με πείσουν να ζητήσω αδερφάκι από τους γονείς μου. Όταν εν τέλει με ρώτησαν οι γονείς μου “να κάνουμε άλλο παιδάκι;” απάντησα: “ας κάνετε, αλλά να μην το παίρνει αγκαλιά ο μπαμπάς”.

2. Έχω νιώσει μοναξιά μαζί με άλλους. Ποτέ μόνη μου.

3. Ο μεγαλύτερος εχθρός μου είναι ο χρόνος.

4. Είμαι εναντίον της βίας σε οποιαδήποτε μορφή της.

5. Από μικρή αντιμετωπίζω πρόβλημα με τη φωνή μου. Άλλοι την κοροϊδεύουν και άλλοι τη θεωρούν το μεγαλύτερο προσόν μου. Τελικά λέω να την κρατήσω.

Με τη σειρά μου δίνω το χέρι στις: Dianathenes, Μαρκησία του Ο. και Dreamerland. Οι υπόλοιποι που σκέφτηκα έχουν ήδη προσκληθεί ή/και γράψει.

16 Φεβρουαρίου 2007

Άδεια διδασκαλίας

Εδώ και μερικά χρόνια παραδίδω ιδιαίτερα μαθήματα σε παιδιά Λυκείου κατά βάση. Ξεκίνησα όντας φοιτήτρια όπως οι περισσότεροι αλλά η αιτία δεν ήταν το χαρτζιλίκι. Αυτό ήταν bonus. Αιτία ήταν η δοκιμασία, το στοίχημα αν θα μπορέσω να μεταδώσω αυτά που ξέρω και αν θα πετύχει αυτή η σχέση με τα παιδιά. Είχα εξαιρετική δασκάλα και δυσπιστώ στο αν θα καταφέρω να της μοιάσω κάποτε. Απ’ την άλλη ξέρω πώς είναι η καλή δασκάλα άρα μπορεί να έχω πιθανότητες να τη προσεγγίσω.

Φέτος προσλήφθηκα από ένα φροντιστήριο το οποίο ακολουθεί κατά γράμμα όλες τις προβλεπόμενες διαδικασίες με αποτέλεσμα να μου ζητηθεί άδεια διδασκαλίας. Για την άδεια διδασκαλίας εκτός από τα απαιτούμενα προσόντα, χρειάζεται και πιστοποιητικό υγείας από πρωτοβάθμια υγειονομική επιτροπή. Προκειμένου να αποκτήσει κανείς αυτό το πιστοποιητικό μεταξύ άλλων χρειάζεται και γνωμάτευση από ψυχίατρο δημόσιου νοσοκομείου. Προσπαθούσα να φανταστώ πώς θα με εξέταζε ο ψυχίατρος προκειμένου να διαγνώσει αν είμαι ικανή να διδάσκω και αν είμαι ακίνδυνη για τα παιδιά. Υποψιαζόμουν, φυσικά, ότι θα είναι μια διαδικασία σαν τις υπόλοιπες εδώ στην Ελλάδα, «για τα μάτια του κόσμου». Οι απορίες μου λύθηκαν και οι υποψίες μου επιβεβαιώθηκαν. Η «εξέταση» διήρκεσε 5 λεπτά και περιλάμβανε τις εξής ερωτήσεις:

Έχετε ξαναδιδάξει; (Έπρεπε; Αφού τώρα βγάζω άδεια για να διδάξω.)
Τι μαθήματα διδάσκετε; (Αμερικάνικης ιστορίας)
Πόσα χρόνια διδάσκετε; (Δεν είπαμε; Κανένα κανονικά.)
Παίρνετε φάρμακα; (3-4 depon την ημέρα γιατί έχω την ίωση που κυκλοφορεί)
Έχετε κάποια ασθένεια;(Εκτός από αυτή την ίωση και τη σχιζοφρένεια δεν θυμάμαι κάτι άλλο)
Κάνετε χρήση ουσιών;(Αν έκανα λες να στο έλεγα;)

Η διάγνωση ήταν “χωρίς ψυχοπαθήσεις στον παρόντα χρόνο”.

Στον παρόντα χρόνο.
Το πόσο γέλασα με αυτό δεν λέγεται. Πόση διάρκεια έχει ο “παρόν” χρόνος; Δηλαδή αν μετά από 1-2 χρόνια ξυλοκοπήσω έναν μαθητή ο ψυχίατρος που ενέκρινε την άδεια διδασκαλίας μου δε θα έχει μερίδιο ευθύνης; Κι αν ακόμα υποθέσουμε ότι κατάφερε να διαγνώσει ότι δεν είμαι επικίνδυνη στον παρόντα χρόνο, όσος είναι αυτός, δεν προβλέπεται επανάληψη ψυχιατρικής εξέτασης. Αυτή η άδεια ισχύει εφ’ όρου ζωής.

Χωρίς ψυχοπαθήσεις.
Με αυτό μάλλον αποκλείει την πιθανότητα να θέσω σε κίνδυνο τη σωματική ακεραιότητα των παιδιών. Την ψυχική όμως; Χωρίς ψυχοπαθήσεις είναι ο δάσκαλος που κάνει ένα στείρο μάθημα, γεμάτο τύπους, μεθοδολογίες και αποστήθιση ή αυτός που ξυπνά τη φαντασία, το χιούμορ, την αγάπη για τη γνώση και ταυτόχρονα μπορεί να αναδείξει κάποια κλίση του μαθητή η οποία πιθανότατα να τον οδηγήσει σε ένα όχι και τόσο επικερδές ή κοινωνικά καταξιωμένο επάγγελμα; Δεν είναι ψυχοπάθεια η επιφανειακή προσέγγιση των πάντων για 12 ολόκληρα χρόνια;

Μιλούσα πρόσφατα με έναν γνωστό μου καθηγητή διορισμένο. Αυτός διδάσκει πιο “αφηρημένα” μαθήματα, με αποτέλεσμα να έχει περισσότερο χώρο να κινηθεί, περισσότερο ανθρώπινα θέματα να καταπιαστεί. Αφού συζητήσαμε για ώρα το πόσο διαφορετικό είναι να κάνεις μάθημα σε ένα φροντιστήριο από ότι σε μια αίθουσα σχολείου με 20-25 μαθητές, πόσους μαθητές μπορείς να επηρεάσεις και σε τι βαθμό, πόσο κριτικός πρέπει να είσαι απέναντι στον εαυτό σου, πόση ευθύνη έχεις και άλλα πολλά, τον ρώτησα: «Τελικά ποιο είναι αυτό που προέχει;» Η απάντησή του ήταν εξαιρετική:
«Πρέπει να σπρώχνεις το παιδί προς τα μπρος, αλλά πρόσεχε μην το σπρώξεις και έξω από το παράθυρο».

Θυμήθηκα τον Κύκλο των χαμένων ποιητών, με το “Captain, my Captain” και την αυτοκτονία του νέου. Ποιος τον έσπρωξε έξω από το παράθυρο; Ο δάσκαλος ή ο πατέρας του; Πολλοί μπορεί να βιαστούν να απαντήσουν ότι φταίει ο πατέρας. Οι περισσότεροι, μεταξύ των οποίων και γονείς, θα υποστηρίξουν σθεναρά τον καθηγητή. Στην ταινία. Όλοι, σχεδόν, θέλουμε τέτοιους δασκάλους, στις ταινίες. Πόσοι είμαστε άξιοι να έχουμε τέτοιους στην πραγματικότητα; Πόσοι γονείς θα εμπιστεύονταν σήμερα τα παιδιά τους στον John Keating (Robin Williams);

Μέχρι να εκπαιδευτούν οι γονείς να συνάδουν με τέτοιους καθηγητές εμένα θα μου επιτρέψετε να με απασχολεί η προκαθορισμένη ύλη, τα sos, οι βάσεις και τα μόρια. Γιατί δεν έφταιγε μόνο ο πατέρας ή μόνο ο καθηγητής. Έφταιγε και ο συνδυασμός.

08 Φεβρουαρίου 2007

Λόγια με προορισμό

Σχεδόν 9 χρόνια τώρα σε σένα απευθύνομαι. Γραπτές ή ψιθυριστές σκέψεις εσένα έχουν αποδέκτη. Προσπάθησα να σε απαλλάξω λίγο και άνοιξα αυτό εδώ το blog. Τι σημασία έχει, όμως, αν δημοσιεύεται μια προσωπική επιστολή; Ο παραλήπτης δεν αλλάζει. Έχω προσπαθήσει να τον αλλάξω. Εις μάτην. Δεν απαλλάσσεσαι από εμένα. Για να μάθεις να φεύγεις έτσι. Ξαφνικά. Άσε τα “κε-κε” και τα “ε-ε-εντά-ξει μωρέ”, ξέρω ότι δεν ισχύουν εκεί αυτά, ποιον πας να δουλέψεις;

Τι με κοιτάς έτσι; Είμαι απολύτως ψύχραιμη και νηφάλια και απευθύνομαι σε σένα. Μόνο σε σένα. Όχι ρε, δεν κλαίω. Δεν είναι δάκρυ αυτό, μη γελιέσαι. Δεν είναι μάσκαρα που κατρακυλάει, είναι καινούργια μόδα του μακιγιάζ μασκαρά.

Μια ζωή, εδώ και 9 χρόνια, μια ζωή, σου μιλάω, δήθεν είσαι παρόν, δήθεν σε έχω, δήθεν με ακούς. Όπως τότε, στο μπαλκονάκι σου, θυμάσαι; Στο καλύτερο θεωρείο στο γήπεδο που διοργάνωνε συναυλίες ο δήμος. Με φωνές φάλτσες και τόση αγάπη που ακόμα και ο Χριστός θα τρόμαζε. Δεν ωραιοποιώ τίποτα. Εσύ ωραιοποιείς. Δεν σου έφταναν αυτά που ζούσαμε και είπες να εξαφανιστείς για να δείξουν ομορφότερα. Ήξερες, έξυπνε, ότι η απώλεια τα ομορφαίνει όλα.

Τι μ’ έχει πιάσει σήμερα; Γιατί είμαι εχθρική; Τολμάς και ρωτάς; Τολμάς και ρωτάς! Εσύ! Εσύ που αναχώρησες νωρίς. Εσύ! Θυμάσαι τι μου είχες πει; Τότε, λέω, που τσακωθήκαμε. Μου είπες πως είμαι εγωίστρια, πως τα θέλω όλα δικά μου. Και μετά μου είπες: “γι’ αυτό, όμως, είμαι εγώ εδώ· για να τα έχεις όλα δικά σου.” Έτσι μου είπες.
Μετά έφυγες. Κι έτσι δεν μου σε πήρε κανείς.




Τέλος πάντων, πλησιάζει η γιορτή σου και θα δώσω τόπο στην οργή. Σου πήρα καινούργια λάστιχα για το αυτοκίνητο, για όλες τις ρόδες, όχι μόνο για την πίσω αριστερά. Μην τυχόν βρεις αφορμή και δεν εμφανιστείς και στο επόμενο ραντεβού μας.

Ξέρω. Δεν είχες χώρο εξέλιξης εδώ. Δεν είχες μαθήματα να πάρεις. Ήσουν ήδη άγγελος. Αυτό ήταν το μόνο σου ελάττωμα.




ΥΓ.
Προσπαθώ να βγάλω από μέσα μου μαργαριτάρι. Το έχω σχεδόν υποσχεθεί. Εσύ είσαι το μαργαριτάρι που είχα στη ζωή μου.
Που έχω.
Που έχω.

29 Ιανουαρίου 2007

Online


Η ίδια η χαμένη δυνατότητα της ψυχικής επικοινωνίας μεταξύ ανθρώπων, για την οποία θρηνούσε γοερά ο 20ός αιώνας, τι άλλο ήταν αν όχι η ζωτική διάσταση της ύπαρξής μας την οποία θα υποκαθιστούσε μελλοντικά η υπεραναπλήρωση με το όργιο των μοντέρνων «επικοινωνιών»; Αν οι άνθρωποι, μια φορά κι έναν καιρό, δυσκολεύονταν να συλλάβουν οποιαδήποτε διευθέτηση χωρίς την προϋπόθεση κάποιου είδους ψυχικής συνάντησης και ανταλλαγής, τώρα αδυνατούν να εννοήσουν οποιοδήποτε γεγονός δίχως την «επικοινωνιακή» του κάλυψη και ωφελιμότητα. Όσο πιο αδυσώπητη, όσο πιο αεροστεγής είναι η μοναξιά των ατόμων, καθώς αυτά αμύνονται απέναντί της καλλιεργώντας την απάθεια, κάτι που την ενισχύει στο έπακρο, τόσο πλησιέστερα στη φρενίτιδα οδηγείται η οργάνωση μοντέλων επικοινωνίας όλων με όλους, μέσα από ψηφιακά συστήματα, δορυφόρους, δίκτυα, κάμερες, πομπούς και δέκτες, μόντεμ και πειραματισμούς τηλεπάθειας. Εξ υποθέσεως, το φαντασιακό της μετανεωτερικότητας μαστίζεται απ' την έμμονη ιδέα της καλωδίωσης. Οι πάντες είναι on line, δηλαδή σε οριακή απομόνωση.*

Σκεφτόμουν ότι εδώ και μερικά χρόνια αντιμετωπίζω με σχετική ψυχραιμία τη σκέψη ή τους οιωνούς ότι θα χάσω την επικοινωνία με κάποιον. Δεν είναι ότι έχω συνηθίσει τις απώλειες, ότι δεν είμαι συναισθηματική ούτε έχω την ψευδαίσθηση ότι κάποιες σχέσεις είναι εκ των προτέρων αιώνιες. Η αναλγησία αυτή οφείλεται στο ότι έχει ήδη χαθεί η ψυχική επικοινωνία άρα πόσο μπορεί να με πειράξει αν χαθεί και η φυσική;

Αντικατάσταση μέσω υπεραναπλήρωσης.
Αν αφήσω να εννοηθεί ότι έχω ελευθερία χρόνου το τηλέφωνο δε θα σταματήσει να χτυπάει. Πάντα χτυπούσε πολύ συχνά. Παλιότερα από λίγα, μετρημένα άτομα που είχαμε τακτικές και ουσιώδεις επαφές. Τώρα από πολλούς, με τους οποίους οι επαφές είναι σπανιότερες και πιο ρηχές.


Η έμμονη ιδέα της καλωδίωσης.
Έμεινα σχεδόν ένα μήνα χωρίς τηλέφωνο άρα και ίντερνετ. Πέρα από τον εθισμό στην καθημερινή βόλτα στον ιστό, τη χρηστική αξία του διαδικτύου, τη δυνατότητα εκτενών συζητήσεων μέσω του σταθερού τηλεφώνου, η a priori αποκοπή μου από τον ψηφιακό κόσμο, η χωρίς επιλογή αποσύνδεσή μου από όσους μπορεί να ήθελα να επικοινωνήσω είχε σαν αποτέλεσμα να φανούν τα πρώτα συμπτώματα της στέρησης. Εδώ όμως δημιουργείται αντίφαση! Ανησυχείς μήπως χάσεις το μέσο επικοινωνίας ενώ στέκεσαι ατάραχη μπροστά στην απώλεια του υποκειμένου; Πιο πολύ σε νοιάζει η τηλεφωνική συσκευή παρά η κλήση;


Οι πάντες είναι on line, δηλαδή σε οριακή απομόνωση.
Η έξαρση των τρόπων επικοινωνίας φταίει; Η δυνατότητα να μιλάς στο τηλέφωνο, να στέλνεις sms και να κουβεντιάζεις στο msn ευθύνεται για τη δια-σκέδασή μας; Τα Mbps είναι υπόλογα για την φαστφουντάδικη νοοτροπία μας; Αν στην απαρχή αυτής της τεχνολογικής εξέλιξης, εξαρτιόταν από εμένα η επιχορήγηση τέτοιων ερευνών και εφαρμογών κι αναρωτιόμουν αν αυτή η πρόοδος θα κάνει καλό στην ανθρωπότητα το πιθανότερο είναι ότι θα συγκατένευα. Τι καλύτερο από το μπορείς να επικοινωνείς με οποιονδήποτε, ακόμα και με αυτούς που δεν έχεις φανταστεί ότι μπορείς, οποτεδήποτε; Μήπως, το να μην μπορείς;


Θυμήθηκα τον παππού μου που εξαιτίας της πείνας στη Κατοχή και στα επόμενα χρόνια έτρωγε όσο φαγητό υπήρχε, είτε πεινούσε είτε όχι. Το κριτήριο δεν ήταν η πείνα. Βασικά δεν υπήρχε κριτήριο. Ούτε γεύση. Σήμερα έχουμε εκατοντάδες νούμερα, emails, επαφές χωρίς κριτήριο. Χωρίς γεύση. Ποια Κατοχή όμως περάσαμε εμείς και αντιδρούμε με αυτόν τον παμφάγο τρόπο;


*Το κείμενο είναι του Ευγένιου Αρανίτση, από τα Παράδοξα της προηγούμενης κυριακάτικης Ε.
Η φωτογραφία από εδώ.

14 Δεκεμβρίου 2006

Ακίνητος χρόνος

Συμβαίνουν γεγονότα που δημιουργούν καταστάσεις οι οποίες σε βγάζουν από το ρυθμό σου, σε αποσυντονίζουν, θέλεις να μείνεις ακίνητος και να σκέφτεσαι μόνο αυτές, να τις αφομοιώσεις, να περάσουν στο αίμα σου, να γίνουν μέρος του Είναι σου να τελειώνεις, να γίνουν παρελθόν και να γίνεις κομμάτι του παρελθόντος σου. Υπάρχουν άνθρωποι που το ρίχνουν στη δουλειά, στις βόλτες, στη γυμναστική ή σε οτιδήποτε άλλο προκειμένου να μην σκέφτονται. Γίνονται υπερκινητικοί, αναλαμβάνουν νέες υποχρεώσεις, βάφουν το σπίτι τους, ανακαινίζουν τον εαυτό τους· προσπαθούν να προσπεράσουν αυτά τα συγκλονιστικά γεγονότα. Τα θάβουν κάτω από το νέο χρώμα του τοίχου, κάτω από ένα σωρό σημειώσεις υποχρεώσεων. Έρχεται όμως και η ώρα που περιμένουν τον καφέ να γίνει, το λεωφορείο στη στάση, το φανάρι να ανάψει, λίγο πριν κοιμηθούν. Η ώρα που θα σταθούν κι αυτοί για λίγο ακίνητοι, όπως εγώ. Η ώρα που δεν ξέρουν τι ώρα είναι ούτε πόση ώρα πέρασε. Δεν θέλω να μιλήσω για το πόσο αδρανοποιείται ο καθένας μας, γι’ αυτό το λίγο ή πολύ, γι’ αυτή τη διαστολή του χρόνου. Δε θέλω να μιλήσω για τίποτα βασικά. Θέλω μόνο να γεννηθούν μερικές φράσεις, ένα ποστ, μια κίνηση μηδενικών και άσσων στον παγκόσμιο ιστό για να (μου) αποδείξω ότι ούτε αυτός ο χρόνος είναι ακίνητος.

03 Δεκεμβρίου 2006

Ο μύθος του 1900

“Στα μάτια των ανθρώπων φαίνεται αυτό που θα δουν, όχι αυτό που έχουν δει. Αυτό που θα δουν.”


Λίβερπουλ - Νέα Υόρκη – Λίβερπουλ - Ρίο Ντε Τζανέιρο – Βοστόνη - Λισαβόνα - Σαντιάγο της Χιλής - Ρίο ντε Τζανέιρο - Αντίλλες - Νέα Υόρκη - Λίβερπουλ... Ένα ατμόπλοιο που ταλαντώνεται ανάμεσα στην Ευρώπη και την Αμερική. Φορτωμένο χιλιάδες μετανάστες, το Virginian τη δεκαετία του ‘30, μεταφέρει κάθε λογής ανθρώπους, όνειρα και ιστορίες. Πάνω σ΄ αυτό το πλοίο γεννήθηκε και πέθανε ο μεγαλύτερος πιανίστας του κόσμου. Ο Ντάννυ Μπούντμαν Τι Ντι Λέμον Χιλιαεννιακόσια. Ο καλύτερος πιανίστας που υπήρξε ποτέ. Αυτό που έπαιζε δεν υπήρχε πριν το παίξει εκείνος. Δεν είχε γραφτεί πουθενά, δεν το είχε ακούσει άνθρωπος μέχρι τώρα. Έπαιζε τη μουσική του Ωκεανού.

Μια ιστορία του Alessandro Baricco σε μορφή ποιητικού μονολόγου που τη διηγείται ο τρομπετίστας φίλος τού Χιλιαεννιακόσια. Μια ιστορία που εκτυλίσσεται καταμεσής του Ωκεανού με μουσική υπόκρουση τη jazz.

Τον Baricco τον ανακάλυψα πριν μερικά χρόνια τυχαία, όπως συμβαίνει με όλες τις σπουδαίες ανακαλύψεις. Αφού διάβασα το «Όνειρα από γυαλί», το ένα βιβλίο διαδεχόταν το άλλο με μανία. Ήθελα να τον εξαντλήσω. Αυτό μου είχε συμβεί μόνο με τον Ντοστογιέφσκι. Δεν έχει νόημα να εξηγήσω γιατί δεν τίθεται θέμα σύγκρισης ή επιλογής. Το θέμα είναι ότι Baricco έχει καταλάβει θέση δίπλα στους πιο αγαπημένους μου συγγραφείς και για συγγραφείς, μουσικούς ή οποιονδήποτε άλλο δημιουργό που λέω ότι είναι αγαπημένος μου, εννοώ ότι είμαι λίγο μη μου άπτου με τα έργα του.

Πρόσφατα έμαθα ότι η ιστορία του 1900 έκανε ελληνική πρεμιέρα στο θέατρο. Ενθουσιάστηκα με το νέο. Παρακολούθησα την παράσταση στο φουαγιέ του θεάτρου «Αγγέλων Βήμα» με αγωνία μπορώ να πω, αφού επρόκειτο για θέμα στο οποίο είμαι υπερευαίσθητη. Αγωνιούσα για το πώς θα περιγράψει την τάδε σκηνή ο ηθοποιός Διονύσης Μπουλάς (υποκρίνεται τον τρομπετίστα φίλο τού 1900), αν θα παραληφθεί κάτι από το βιβλίο, για την επιλογή της μουσικής υπόκρουσης από τον Νίκο Κολλάρο, η οποία ακούγεται ζωντανά από jazz μπάντα, για τον κόσμο που πιθανόν να τον κούραζε ο μονόλογος. Έφυγα ευχαριστημένη. Πέρασα δύο υπέροχες ώρες σε ένα πολύ ωραίο σαλόνι, πίνοντας κόκκινο κρασί, ακούγοντας jazz από εξαιρετικούς μουσικούς και κάποιον να μου αφηγείται ιστορία του Baricco. Ο ηθοποιός, αφού αποστήθισε ένα ολόκληρο βιβλίο, κατάφερε να το διηγηθεί με χιούμορ και ευαισθησία παρασύροντας με σε γέλια ή συγκίνηση. Η μουσική που επέλεξε ο Νίκος Κολλάρος ήταν ιδανική για να μας μεταφέρει στο κλίμα της εποχής του jazz, του ragtime και των blues, πλαισιώνοντας διακριτικά την αφήγηση.

Φυσικά και θα είχα παρατηρήσεις και ενστάσεις για το έργο. Δεν έχω γνώσεις γύρω από το θέατρο αλλά, κατά κάποιο τρόπο, δικαιούμαι να έχω άποψη. Η βασική μου διαφωνία στρέφεται γύρω από μία συγκεκριμένη σκηνή. Στη μουσική μονομαχία μεταξύ του 1900 και του Τζέλλυ Ρολλ Μόρτον, ενός άλλου ξακουστού πιανίστα της εποχής. Παίζουν εναλλάξ κάτι στο πιάνο και στο τέλος αναδεικνύεται ένας νικητής. Η ύπαρξη της ζωντανής μπάντας σε προϊδεάζει ότι θα ακούσεις από τον πιανίστα κάτι που θα σε εκπλήξει με τη δεξιοτεχνία του. Κάτι σύντομο και φοβερό. Αντιθέτως, η μουσική και σε αυτή τη σκηνή, όπως και στο υπόλοιπο έργο, κινείται παράλληλα με τον αφηγητή. Θα προτιμούσα να διασταυρώνονται οι ρόλοι. Ο πιανίστας να παρεμβάλλεται στα λόγια του ηθοποιού και να κλέβει την παράσταση για μερικά δευτερόλεπτα. Αφού δε συνέβη αυτό, καλύτερα να σώπαινε τελείως το πιάνο αφήνοντας στα λόγια την περιγραφή της μουσικής με την οποία πάλευαν οι δύο βιρτουόζοι. Το αποτέλεσμα ήταν να χαθούν και τα λόγια ανάμεσα στα βλέμματα μία στον ηθοποιό μία στον πιανίστα. Να χάσω και τη μουσική που θα μπορούσα να φανταστώ. Ένιωσα προσγειωμένη, σα να με επανέφεραν λέγοντας μου «παραμύθι είναι». Κι όμως, μπορείς να ανάψεις τσιγάρο αν το πλησιάσεις στις χορδές του πιάνου που μόλις έπαιξε ο Ντάννυ Μπούντμαν Τι Ντι Λέμον Χιλιαεννιακόσια.

Ίσως οι κανόνες του θεάτρου να υπαγορεύουν την ύπαρξη ισορροπίας μεταξύ των ρόλων στη διάρκεια του έργου. Σε ιστορίες όμως σαν κι αυτή, νομίζω ότι, πηγαίνει περισσότερο η παράβαση.

Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ.
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα και έχει γυριστεί ταινία από τον
Giuseppe Tornatore.

20 Νοεμβρίου 2006

Παράβαση

Η αττική κωμωδία, σε αντίθεση με την τραγωδία, αντλούσε τα θέματά της από την καθημερινή ζωή και τη σύγχρονη πραγματικότητα. Απαρτιζόταν από τον Πρόλογο, τον Αγώνα, την Παράβαση και την Έξοδο. Η Παράβαση ήταν το μέρος εκείνο, στο οποίο πρωταγωνιστούσε ο Χορός και εξέφραζε την άποψη του ποιητή για την επικαιρότητα ή για οποιοδήποτε άλλο θέμα, άσχετο με το έργο.

Στη σύγχρονη Αττική κωμωδία, μέλος του Χορού, βρίσκω την ευκαιρία σε τούτο εδώ το blog να πάρω το λόγο, να κάνω την παράβαση μου και να βγω εκτός θέματος.