08 Φεβρουαρίου 2007

Λόγια με προορισμό

Σχεδόν 9 χρόνια τώρα σε σένα απευθύνομαι. Γραπτές ή ψιθυριστές σκέψεις εσένα έχουν αποδέκτη. Προσπάθησα να σε απαλλάξω λίγο και άνοιξα αυτό εδώ το blog. Τι σημασία έχει, όμως, αν δημοσιεύεται μια προσωπική επιστολή; Ο παραλήπτης δεν αλλάζει. Έχω προσπαθήσει να τον αλλάξω. Εις μάτην. Δεν απαλλάσσεσαι από εμένα. Για να μάθεις να φεύγεις έτσι. Ξαφνικά. Άσε τα “κε-κε” και τα “ε-ε-εντά-ξει μωρέ”, ξέρω ότι δεν ισχύουν εκεί αυτά, ποιον πας να δουλέψεις;

Τι με κοιτάς έτσι; Είμαι απολύτως ψύχραιμη και νηφάλια και απευθύνομαι σε σένα. Μόνο σε σένα. Όχι ρε, δεν κλαίω. Δεν είναι δάκρυ αυτό, μη γελιέσαι. Δεν είναι μάσκαρα που κατρακυλάει, είναι καινούργια μόδα του μακιγιάζ μασκαρά.

Μια ζωή, εδώ και 9 χρόνια, μια ζωή, σου μιλάω, δήθεν είσαι παρόν, δήθεν σε έχω, δήθεν με ακούς. Όπως τότε, στο μπαλκονάκι σου, θυμάσαι; Στο καλύτερο θεωρείο στο γήπεδο που διοργάνωνε συναυλίες ο δήμος. Με φωνές φάλτσες και τόση αγάπη που ακόμα και ο Χριστός θα τρόμαζε. Δεν ωραιοποιώ τίποτα. Εσύ ωραιοποιείς. Δεν σου έφταναν αυτά που ζούσαμε και είπες να εξαφανιστείς για να δείξουν ομορφότερα. Ήξερες, έξυπνε, ότι η απώλεια τα ομορφαίνει όλα.

Τι μ’ έχει πιάσει σήμερα; Γιατί είμαι εχθρική; Τολμάς και ρωτάς; Τολμάς και ρωτάς! Εσύ! Εσύ που αναχώρησες νωρίς. Εσύ! Θυμάσαι τι μου είχες πει; Τότε, λέω, που τσακωθήκαμε. Μου είπες πως είμαι εγωίστρια, πως τα θέλω όλα δικά μου. Και μετά μου είπες: “γι’ αυτό, όμως, είμαι εγώ εδώ· για να τα έχεις όλα δικά σου.” Έτσι μου είπες.
Μετά έφυγες. Κι έτσι δεν μου σε πήρε κανείς.




Τέλος πάντων, πλησιάζει η γιορτή σου και θα δώσω τόπο στην οργή. Σου πήρα καινούργια λάστιχα για το αυτοκίνητο, για όλες τις ρόδες, όχι μόνο για την πίσω αριστερά. Μην τυχόν βρεις αφορμή και δεν εμφανιστείς και στο επόμενο ραντεβού μας.

Ξέρω. Δεν είχες χώρο εξέλιξης εδώ. Δεν είχες μαθήματα να πάρεις. Ήσουν ήδη άγγελος. Αυτό ήταν το μόνο σου ελάττωμα.




ΥΓ.
Προσπαθώ να βγάλω από μέσα μου μαργαριτάρι. Το έχω σχεδόν υποσχεθεί. Εσύ είσαι το μαργαριτάρι που είχα στη ζωή μου.
Που έχω.
Που έχω.